Το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμά τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, που παρότι εγγράφηκαν και οι δύο στη Νομική, δεν έφυγαν ποτέ πτυχιούχοι.
Της Μάρνυς Παπαματθαίου, Το ΒΗΜΑ, 21/04/2024
«Βρισκόμαστε στα 1934. Στο ανατολικό προαύλιο του Πανεπιστημίου, ίδιο κατάστρωμα καραβιού που απόμενε ακυβέρνητο, ένα πλήθος αλλοπαρμένο και αλλοσούσουμο πηγαινοέρχεται. Νέοι με φουντωτό μαλλί, τριμμένα παλτά και τσάντες, στο χέρι βολτέρνουνε απάνω-κάτω, συζητάνε, χειρονομούνε, φωνάζουνε. Κάποιος πρόχειρος ομιλητής, ανεβασμένος στο παγκάκι, έχει αρχίσει να προκαλεί την προσοχή και, μέσα σε λίγα λεπτά, εχθροί και σύμμαχοι έχουνε σχηματίσει ομάδες ετοιμοπόλεμες που κοιτάζουνται απειλητικά και προχωράνε η μια καταπάνω στην άλλη».
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για τη ζωή του ως φοιτητή στο αρχαιότερο ανώτατο εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας. Για τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στο Νομικό τμήμα της ενιαίας τότε Σχολής Οικονομικών, Πολιτικών και Νομικών Επιστημών. Για τη νεανική επαναστατικότητα, τις φωνές έξω από τα αμφιθέατρα, τις διεκδικήσεις, το τότε, που το μυαλό εύκολα ταιριάζει με το σήμερα.
«Δεν αργεί να δοθεί το σύνθημα. Κάποιος βρίσκεται πάντα για να κάνει την αρχή. Τα χέρια δουλεύουνε απανωτά, οι γροθιές πέφτουνε αλύπητα, βλέπεις βιβλία να σκορπάνε χάμου, κουμπιά να τινάζονται στον αέρα, πατημένες τραγιάσκες στο πλακόστρωτο, κάποτε και σταγόνες αίμα. Οι πιο δειλοί τρέχουνε μακριά. Ενας “μαρκαρισμένος” ζητάει να ξεφύγει, δεν τα καταφέρνει, σκύβει και φωνάζει “αδέλφια!” ενώ το ξύλο πέφτει στη ράχη του ολοένα και πιο δυνατό. Τα διοικητικά συμβούλια των αναρίθμητων συλλόγων ορίζουν για το ίδιο απόγεμα συγκέντρωση. Θα μοιραστούν και προκηρύξεις μπορεί να έχουνε μερικοί και ρόπαλα ή σιδερένιες γροθιές ν’ ανοίξουνε μερικά κεφάλια. Α ναι, ο κόσμος πρέπει να γίνει καλύτερος. Αλλά όχι. Το παν είναι οι ελληνικές αξίες. Η προσοχή όλου του κόσμου είναι συγκεντρωμένη εδώ, ίσως εδώ να κρίνεται η τύχη του. Η νεότητα, που έχει πάντοτε τα πιο λίγα, κατά βάθος έχει τα πιο πολλά. Μόνο που δεν το ξέρει».
Τόσο ο Οδυσσέας Ελύτης όσο και ο Γιώργος Σεφέρης, οι δυο μεγάλοι νομπελίστες της χώρας μας, πέρασαν από τα αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς ωστόσο κανένας από τους δυο τους τελικά για διαφορετικούς λόγους να πάρει το πτυχίο του από το Ίδρυμα (ο Σεφέρης συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία πριν από τη σταδιοδρομία του στο διπλωματικό σώμα). Χρειάζονται όμως αυτοί οι άνδρες ένα πτυχίο για να ορίσει τη φωτεινή διαδρομή τους στον κόσμο των λέξεων; Είτε ναι είτε όχι, οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών αποφάσισαν να…αποκαταστήσουν την τάξη, κάτι που άλλωστε αναρωτιέται κανείς πώς δεν είχε γίνει ήδη στα χρόνια που πέρασαν. Έτσι, αποφάσισαν να αποδώσουν την ακαδημαϊκή τιμή στους δυο μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας και να τους απονείμουν τιμητικά το πτυχίο τους, κάτι για το οποίο, όπως εξηγεί η Αντιπρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών Σοφία Παπαϊωάννου που μιλάει επ’ αυτού στο «Βήμα», αυτές τις ημέρες αναζητώνται όλοι οι απόγονοί τους. Η λαμπρή σχετική τελετή παράδοσης αναμένεται να γίνει τον Ιούνιο.
Σε αυτοβιογραφικό κείμενό του που τυπώθηκε στη συλλογή με τίτλο «Ανοιχτά χαρτιά» (εκδ. Ίκαρος, 2009) ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε αναπολώντας τα χρόνια του ως φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: «“Νεότης, νεότης, τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου” που θα έλεγε αργότερα και ο ποιητής. Δεν μπορούσα, φυσικά, να δω τότε τη μεγαλύτερη καταβόθρα της βιοπάλης που έμελλε να ρουφήξει όλο αυτό το ωραίο πλήθος με τα ξαναμμένα μάγουλα και να το εξουθενώσει σε μια υπαλληλική καρέκλα. Έβλεπα όμως – και αυτό ήταν το μαρτύριό μου – σκαρφαλωμένος στα κάγκελα, από μακριά, τους αγωνιστές αυτούς και τα προβλήματά τους να σχηματίζουν μια ζώνη πλατιά. Και επάνω από τη ζώνη αυτή, σαν υπερτοποθετημένη, μια άλλη ζώνη το ίδιο πλατιά, όμως με άλλης λογής προβλήματα, προβλήματα αιώνια αυτά, που κανένα χέρι οπλισμένο δεν μπορούσε να αλλάξει, ούτε τίποτα άλλο, εξόν και αν ήταν μονάχα το μυαλό του ανθρώπου».
Και ο έλληνας νομπελίστας συνέχιζε στον ίδιο τόνο: «Τι ήταν αυτό που με συγκροτούσε; Ήμουν δειλός ή είχα το μικρόβιο του διανοούμενου; Ένα τέτοιο όραμα μου έλυνε τα γόνατα. Ζήλευα. Οπωσδήποτε προτιμούσα να είμαι κάποιος από όλους αυτούς, να πιστέψω, να δαρτώ για τις ιδέες μου, να τις διαφεντέψω. Ήμουν άλλωστε, με τον τρόπο μου, ένας κομμουνιστής, οι καθοδηγητές με είχαν για σίγουρο. Στα κρυφά μετέφραζα Τρότσκυ για μιαν αρχειομαρξιστική εφημερίδα. Όμως, όταν όλα ησύχαζαν και γυρνούσα στο σπίτι μου, θέλω να πω στα βιβλία μου, ο ενθουσιασμός αυτός ένιωθα μεμιάς να γίνεται στα χέρια μου ένα ευκολοσύντριφτο υλικό, μια ποσότητα δύναμης που ξεφούσκωνε μπροστά στην άπειρη δύναμη που προϋπέθετε η απλή συναρμογή του λόγου, η σπανιότατα της έκφρασης, ένας τέλειος στίχος. Τραβούσα τότε, πίσω πάλι, στο προαύλιο του πανεπιστημίου, αλλά ένα προαύλιο εντελώς διαφορετικό, που σαν από ένα μαγικό χέρι, την ώρα του δειλινού άλλαζε όψη, ερήμωνε, θύμιζε πολύ περισσότερο τον περίβολο ενός νησιωτικού μοναστηριού, με τις αραιές σκιές που περνοδιάβαιναν και τις μισοσκότεινες στοές στο βάθος. Εκεί έσμιγα με τρεις τέσσερις φίλους που αυτοί ανήκανε σε μια άλλη φυλή».
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφεται για σπουδές το 1917 σε μια εποχή που το Πανεπιστήμιο είναι χωρισμένο στα δύο, σε Καποδιστριακό και Εθνικό, όπου το πρώτο έχει τη Φιλοσοφική, Νομική και Θεολογική Σχολή. Τότε οι φοιτητές και οι φοιτήτριες εισάγονταν στο Πανεπιστήμιο απλώς καταθέτοντας το απολυτήριο Γυμνασίου τους, μια άλλη μορφή του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου που συζητείται εκ νέου και σήμερα. Ο Σεφέρης επιλέγει τη Νομική Σχολή, την πιο δημοφιλή σχολή του Πανεπιστημίου, απαραίτητο βήμα για σταδιοδρομία στο δημόσιο πεδίο. Δεν θα παρακολουθήσει ωστόσο μαθήματα, όπως λένε σήμερα οι μελετητές του έργου του, καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Εθνικός Διχασμός και οι οικογενειακές στρατηγικές θα τον οδηγήσουν γρήγορα στη Γαλλία όπου θα σπουδάσει Νομική. Από την άλλη πλευρά όμως οι οικογενειακοί δεσμοί με το Πανεπιστήμιο Αθηνών θα παραμείνουν ισχυροί. Ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης άλλωστε υπήρξε γνωστός καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική, ενώ διετέλεσε και πρύτανης του Ιδρύματος. Η αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου ήταν μία από τις πρώτες αποφοίτους της Νομικής Σχολής. Ο Οδυσσέας Ελύτης από την πλευρά του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, 13 χρόνια μετά τον Σεφέρη, πρακτικά σε μια άλλη εποχή. Ήδη από το 1922 το Πανεπιστήμιο είχε πλέον επανενωθεί και ήταν Εθνικό και Καποδιστριακό, ενώ οι φοιτητές και οι φοιτήτριες έπρεπε πια να δώσουν εξετάσεις στη Σχολή που τους ενδιέφερε. Ο Ελύτης αρχικά προσανατολίζεται προς το Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής καθώς οι γονείς του τον προορίζουν για χημικό, επιλογή συνδεδεμένη με τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Τελικά όμως θα καταλήξει στη Νομική Σχολή όπου και θα περάσει. Θα παρακολουθήσει μαθήματα, θα συνδεθεί με τον κύκλο του υφηγητή Αρχαίων Ελληνικών Ιωάννη Συκουτρή, ένα μυθικό – και λόγω της αυτοκτονίας του – πρόσωπο για το Πανεπιστήμιο. Ήταν μια περίοδος έντονων συγκρούσεων στα προαύλια του πανεπιστημίου, μία περίοδος έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων και συγκρούσεων.
Στο πλούσιο αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών σώζονται όλα τα έγγραφα που ακολούθησαν την εγγραφή αλλά και την πορεία των δυο μεγάλων ανδρών στο Ίδρυμα, τα οποία και αναζήτησε, φωτογράφισε και παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα». Όπως εξηγεί ο καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραγίας αλλά και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών Βαγγέλης Καραμανωλάκης «τα έγγραφα που σώζονται από την εγγραφή και φοίτηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελούν μικρές στιγμές ενός τεράστιου ψηφιδωτού από τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν από τα έδρανά του».
«Κέντρο της επιστημονικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας, ιδιαίτερα ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Πανεπιστήμιο υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος προετοιμασίας των αποφοίτων του στο δημόσιο πεδίο και στην ιδιωτική σφαίρα εργασίας» αναφέρει. «Οι φοιτητές και οι φοιτήτριές του, ακόμη και αν δεν ολοκλήρωναν τις σπουδές, φαινόμενο αρκετά συχνό στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δέχτηκαν τις επιδράσεις του πρώτου και μόνου ως το 1926 πανεπιστημίου της χώρας, επηρεάστηκαν καθοριστικά από τη φοίτησή τους σε αυτό. Η διατήρησή αυτών των αρχείων αποτελεί έναν φόρο τιμής στα πρόσωπα, αλλά και στα όνειρα, τους φόβους, τις ελπίδες, τις προσδοκίες που συνοδέυσαν τη φοίτησή τους».